άπαρτος

άπαρτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τον πήραν
2. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, απόρθητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άπαρτος — η, ο αυτός που δεν πάρθηκε, δεν κυριεύτηκε: Το Σούλι και η Μάνη ήταν τ άπαρτα κάστρα της ρωμιοσύνης στην τουρκοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόρθητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να κυριευτεί, ο άπαρτος: Τα νησιά μας στο ανατολικό Αιγαίο είναι σήμερα απόρθητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”